Ο όρος αυτοεκτίμηση χρησιμοποιείται για την απόδοση του αγγλικού όρου self-esteem. Σύμφωνα με τον Stanley Coopersmith, ο όρος υποδηλώνει την εκτίμηση και τις συνήθεις αντιλήψεις του ατόμου για τον εαυτό του, καθορίζοντας τον βαθμό στον οποίο εκείνο πιστεύει ότι είναι ικανό, επιτυχημένο, σημαντικό και άξιο. Η αυτοεκτίμηση ενός ατόμου δεν προκύπτει αποκλειστικά από την προσωπική του εμπειρία αλλά απορρέει και από τις κρίσεις και τις στάσεις των άλλων, των σημαντικών άλλων (γονείς, δάσκαλοι, συμμαθητές, φίλοι, συγγενείς),ενώ δεν ταυτίζεται πάντα με την πραγματική αξία του ατόμου. Συμβαίνει, λοιπόν, άνθρωποι με πολλές ικανότητες και αρετές να μην διαθέτουν την ανάλογη αυτοεκτίμηση, ενώ, αντίθετα, άλλοι με περιορισμένες δυνατότητες να αναπτύσσουν υψηλή αυτοεκτίμηση. Η αυτοεκτίμηση χτίζεται σταδιακά και η συνδρομή των γονέων στο χτίσιμό της είναι καθοριστικής σημασίας αφού αυτοί θα πρέπει να ενθαρρύνουν και να ενισχύουν τις δυνατότητες του παιδιού, να το μάθουν ν' αγαπάει και ν΄ αποδέχεται τον εαυτό του και να μην επηρεάζεται από τους άλλους για να κερδίσει την αποδοχή τους. Οι φράσεις που «χτίζουν» την αυτοεκτίμηση του παιδιού
Σ’ αγαπάω γι’ αυτό που είσαι Θα σ' αγαπάω ό,τι και αν κάνεις Δεν είναι κακό να κάνεις λάθος, όλοι μας κάνουμε λάθη Δεν πειράζει, είναι πολύ σημαντικό το ότι προσπάθησες Μπράβο, συνέχισε έτσι, θα τα καταφέρεις Μην στεναχωριέσαι, μαζί θα το αντιμετωπίσουμε Δεν πειράζει αν κλάψεις, θα αισθανθείς καλύτερα.